Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Πολιτικά προγράμματα της Μεγάλης Ιδέας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα



Πολιτικά προγράμματα της Μεγάλης Ιδέας στην Ελλάδα του 19ου αιώνα

του Κώστα Κυριάκη
Η Μεγάλη Ιδέα

            Με τον τεχνικό όρο Μεγάλη Ιδέα εκφράστηκε η εθνική πολιτική του ελληνικού κράτους στην περίοδο 1844-1922, η οποία «κατέτεινε στην ενσωμάτωση εντός των ορίων του ελληνικού βασιλείου των εξωελλαδικών πληθυσμών που μιλούσαν ελληνικά και κατοικούσαν σε εδάφη που ήταν συνδεδεμένα με την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού»[1].  Η Μεγάλη Ιδέα δηλαδή, ως σύστημα πολιτικής πρακτικής, ήταν η διατύπωση των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων - το όραμα της "εθνικής ολοκλήρωσης" - που εκπορεύονταν από το ευρύτερο διεθνές συστημικό περιβάλλον της εποχής και από τη μακροϊστορική προϋπόθεση του οικουμενικού και συνθετικού χαρακτήρα του ελληνικού πολιτισμού.
          Η σαγήνη των εθνικών οραμάτων στην εποχή του ρομαντισμού στην Ευρώπη και η συνακόλουθη ιδεολογία του αλυτρωτικού εθνικισμού δεν αφήνει ανεπηρέαστο το ελληνικό βασίλειο.  Τα στενά όρια τού ανεξάρτητου κράτους υποβάλλουν από πολύ νωρίς την αντίληψη πως η μακροπρόθεσμη οικονομική και δημογραφική βιωσιμότητά του εξαρτιόταν και από εδαφικές αναπροσαρμογές[2], οι οποίες θεμελιώνονταν στο ιδεολογικό μόρφωμα που είχε τη μακρινή καταγωγή του στον πολιτισμικό εθνικισμό του Herder,[3] προσδιορίζοντας έτσι τη Μεγάλη Ιδέα υπερεθνικά και πολιτισμικά.
          Σε αυτό το πλαίσιο, συγκροτήθηκαν τρεις κεντρικές κατευθύνσεις - τρία πολιτικά προγράμματα - της μεθοδολογίας της Μεγάλης Ιδέας: α) η επαναστατική μέθοδος που έθετε ως στόχο την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, β) η εσωτερική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και γ) η εσωτερική διάβρωση του κατακτητή από τον κατακτημένο.  Κάθε μια από αυτές τις "συλλήψεις" εκφράζεται και με αντίστοιχες κρίσεις, όπως ο Κριμαϊκός πόλεμος, η έλευση του Γεωργίου, η ένωση των Επτανήσων και η κρητική επανάσταση, η κρίση του 1875-1878[4]. 

Τα πολιτικά προγράμματα της Μεγάλης Ιδέας

Το ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο
          Στο νότιο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά στα 1833 ένα εθνικά –σχετικά- ομοιογενές κράτος που  στηριζόταν στην εθνική συνείδηση και όχι στην υποταγή όλων των υπηκόων σε κάποιον ηγεμόνα.  Το κράτος αυτό μάλιστα αντιλαμβανόταν εξαρχής τον εαυτό του ως προοίμιο μιας ευρύτερης εδαφικά κρατικής οντότητας, τα όρια της οποίας παρέμεναν ασαφή.  Ωστόσο, ως κράτος εθνικό ήταν ή επιδιωκόταν να γίνει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο.  "Η επιβολή φιλελεύθερων θεσμών στην παραδοσιακή, κατακερματισμένη και ολιγαρχική κοινωνία (…) διεύρυνε την απόσταση μεταξύ κράτους και κοινωνίας και συντήρησε το αίσθημα ότι το κράτος συνιστούσε ξένο και απειλητικό σώμα, που κρατούσε δέσμια την κοινωνία"[5].  Έτσι, αυτή η εσωτερική αντινομία ανάμεσα στην πολιτική εξουσία, η οποία επιδίωκε να είναι η μοναδική νόμιμη πηγή άσκησης πολιτικής, και στην κοινωνία, η οποία παρέμενε έντονα παραδοσιακή, εκφράστηκε με το πολιτικό ερώτημα της μορφής που θα είχε το ελληνικό κράτος[6].
          Η συνταγματική εξέγερση του 1843[7] δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο σύνολο κοινοβουλευτικών θεσμών - καθολική ψηφοφορία, εκλογές, κόμματα, εναλλαγή στην εξουσία ύστερα από εκλογικούς αγώνες - που "αντί να μετασχηματίσουν (…) την κοινωνία στην οποία ενοφθαλμίστηκαν, κάμφθηκαν από αυτήν και έγιναν μηχανισμοί μέσα από τους οποίους οι παραδοσιακές πρακτικές (…) διατηρήθηκαν"[8].  Το σύγχρονο κράτος απέτυχε να ενοποιήσει την κοινωνία και έτσι ο αλυτρωτισμός "απέμεινε η μόνη ψυχολογική και πολιτισμική δύναμη"[9] που προσέφερε ικανές ιδεολογικές διεξόδους άμβλυνσης των αποτελεσμάτων της κοινωνικής διάσπασης.
          Η νέα εθνικιστική ιδεολογία "καθιστώντας την ενασχόληση με τα εξωτερικά ζητήματα το πρωταρχικό μέλημα της ελληνικής πολιτικής, αποσπούσε την προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα και δημιουργούσε την συγκινησιακή διέξοδο για την εκτόνωση των κοινωνικών πιέσεων επάνω στις δομές και τους θεσμούς της ελληνικής κοινωνίας.  Ο πόθος για την πολιτική πραγματοποίηση του ενιαίου της ελληνικής φυλής γινόταν τροχοπέδη για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων, τα οποία εξαρτιόταν από την εκπλήρωση των εθνικών οραμάτων, αναβάλλοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.  Έτσι, "δυσχέραινε την προσαρμογή της κρατικής λειτουργίας στα πρότυπα της οργανωμένης και αποτελεσματικής διοίκησης"[10]. Προβάλλοντας έναν κοινό εθνικό στόχο πέρα από τα στενά σύνορα του ελληνικού βασιλείου, η Μεγάλη Ιδέα αποστερούσε τις εσωτερικές κοινωνικές διαμάχες από την αναγκαία ιδεολογική νομιμότητα και απάλλασσε την παγιωμένη τάξη πραγμάτων από σοβαρές αμφισβητήσεις"[11].  Παράλληλα λειτουργούσε ως πεδίο συνάντησης και ενοποίησης μιας κοινωνίας υποκείμενης σε παραδοσιακές διατοπικές και κοινωνικές αντιθέσεις, θέτοντας σε νέα βάση τη συναίσθηση της νεοελληνικής ταυτότητας.

Η διαμάχη αυτοχθόνων - ετεροχθόνων
        
          Η πολιτική διάσπαση του ελληνικού κράτους στο χώρο (ελεύθεροι-αλύτρωτοι) αλλά κυρίως στην ελλαδική κοινωνία (αυτόχθονες-ετερόχθονες), η οποία αναφάνηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης του Συντάγματος του 1844, και ειδικότερα του άρθρου 3, που αφορούσε στον καθορισμό των ιδιοτήτων του έλληνα πολίτη, είχε μεν τις ρίζες της στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά εντάθηκε κατά τη δεκαετία 1833-1844, γεγονός που συνδέεται με την κατάληψη θέσεων και αξιωμάτων στο νεοσύστατο κράτος.
          Η νίκη του αυτοχθονισμού περιορίστηκε μόνο στη σχετική ψηφοφορία, γιατί κατά τη διάρκεια της συζήτησης, στην αγόρευση του προβεβλημένου ετερόχθονα Ιωάννη Κωλέττη, γεννιέται ο όρος Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή η προοπτική της πολιτικής και γεωγραφικής ενοποίησης του ελληνισμού.  Ο Κωλέττης πέτυχε "στο πλαίσιο μιας κατεξοχήν διχαστικής συζήτησης (…) να ανακαλέσει όλα εκείνα τα ενοποιητικά οραματικά στοιχεία που συνέδεαν τους ελληνικούς πληθυσμούς εντός και εκτός του ελληνικού κράτους"[12], εκφράζοντας το απελευθερωτικό ιδεώδες του έθνους.


Η σημασία του όρου Μεγάλη Ιδέα
          Για την Μεγάλη Ιδέα ως όρο της πολιτικής φιλολογίας κατέχουμε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης: η αγόρευση του Κωλέττη στην Εθνοσυνέλευση στις 14 Ιανουαρίου 1844.  Ο όρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τρέχουσα έκφραση της εποχής[13], ωστόσο με τη χρησιμοποίησή του από τον Κωλέττη αποκτά ένα νόημα ασαφές και πολυσήμαντο, γίνεται ένας όρος-σύνθημα, "όπου συναιρούνται οι ποικίλες εκφάνσεις και αποκρύπτονται οι νοηματικές αντιθέσεις"[14].  Η Μεγάλη Ιδέα θα λειτουργήσει για ολόκληρο τον 19ο αι. με τρόπο δυναμικό: θα αποτελέσει την ψυχοκινητική ιδεολογική αναφορά του νεαρού κράτους.  

Προοπτικές του βασιλείου – Τα πολιτικά προγράμματα της Μεγάλης Ιδέας
          Η εξωελλαδική προοπτική του νεοσύστατου βασιλείου καθίσταται ως η βασική παράμετρος άσκησης εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.  Το πολιτικό πρόταγμα της εδαφικής επέκτασης θα παραμείνει στο κέντρο της πολιτικής διαπάλης παίρνοντας τη μορφή διλήμματος ανάμεσα στην άμεση πολεμική σύγκρουση ή στην προτεραιότητα της οικονομικής και διοικητικής ανασυγκρότησης.
Η ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας   
          Η υιοθέτηση του προτάγματος της άμεσης εφαρμογής επεκτατικής πολιτικής, τόσο από τον θρόνο όσο και από ευρύτερα λαϊκά στρώματα, έθετε ως στόχο την πολιτική και γεωγραφική ενοποίηση των ελληνικών πληθυσμών έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στα όρια ενός εθνικού κράτους, του οποίου το εδαφικό πρότυπο εφοδίαζε η βυζαντινή αυτοκρατορία των χρόνων της Μακεδονικής δυναστείας.
          Με απελευθερωτικό σύνθημα το σύνθημα της αυτοκρατορίας[15] και ορίζοντας ως εθνικό κέντρο την Κωνσταντινούπολη, η οποία παράμενε στη λαϊκή συνείδηση σύμβολο θρησκευτικό και ενοποιητικό, ο προορισμός του ελληνικού έθνους, του ελληνικού κράτους και του ελληνικού θρόνου "ταυτίζονταν πλήρως μεταξύ τους"[16].  Παράλληλα με ιδεολογικό όχημα τον αλυτρωτισμό, το ελληνικό κράτος πέτυχε "την απαραίτητη νομιμοποίηση στο πεδίο των διεθνών σχέσεων για την εφαρμογή επεκτατικής πολιτικής"[17].  Τέλος, ο εξελληνισμός της Ανατολής και η μετακένωση της δυτικής παιδείας σε αυτήν αναφέρεται στο περιεχόμενο της "ιστορικής αποστολής" του ελληνικού έθνους υποδηλώνοντας την άμεση σχέση του νεοελληνικού κράτους με την ελληνική αρχαιότητα.
Το πρόταγμα της ανασύστασης της βυζαντινής αυτοκρατορίας έμελλε να καταρρεύσει με τα Ηπειροθεσσαλικά (1854) και κυρίως μετά την έκβαση του Κριμαϊκού πολέμου (1854-56) που ανέδειξε πως "η βεβαιότητα της εκπλήρωσης (της Μεγάλης Ιδέας) συνυπάρχει με την επίγνωση της αδυναμίας του ελληνικού κράτους να κάνει οτιδήποτε για την προώθησή της"[18] και πως η υλοποίησή της σκοντάφτει στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. 
          Τόσο η αποτυχία της Οθωνικής πολιτικής στον Κριμαϊκό πόλεμο όσο και το δόγμα της "οθωμανικής ακεραιότητας" που διατυπώθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις δημιούργησε ένα κλίμα αντιμεγαλοϊδεατισμού σύμφωνα με το οποίο στο πρόταγμα της Μεγάλης Ιδέας το ελληνικό κράτος δολοφονούσε το μέλλον του.  Η κριτική, ωστόσο, δεν ήταν απόλυτη (κυρίως είχε αντιοθωνική σκοπιμότητα).  Έτσι, το περιεχόμενο του όρου θα προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες (άλλωστε πρόκειται για όρο-λάστιχο).
Η εσωτερική ανάπτυξη του βασιλείου
          Η έλευση της νέας δυναστείας στην Αθήνα και η ένωση των Επτανήσων μετατόπισε το κέντρο βάρους της Μεγάλης Ιδέας προς τη "λιγότερο δημοφιλή προοπτική της βαθμιαίας εκπλήρωσης των εθνικών πόθων"[19].  Σε αυτή την προοπτική το δίλημμα που είχε εμφανιστεί ήδη από τη γέννηση της Μεγάλης Ιδέας[20], ανάμεσα στην εσωτερική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και τον απελευθερωτικό του προορισμό, αποκτούσε σαφήνεια γιατί πια "οι δύο διαφορετικές πολιτικές μπόρεσαν να ιδωθούν ως δύο αλληλοαποκλειόμενες πορείες"[21].
          Η εγκατάσταση του Γεωργίου στην Αθήνα σηματοδότησε και την "αναπροσαρμογή" του εθνικού κέντρου.  Η Αθήνα γινόταν η οριστική πρωτεύουσα ενός σύγχρονου κράτους και αποτελούσε νησίδα ρήξης με το παρελθόν.  Το κράτος θα φρόντιζε για την εσωτερική του ανασυγκρότηση, απέχοντας από απελευθερωτικές ενέργειες για τη λύση του εθνικού ζητήματος και παράλληλα θα αναδείκνυε τον εκπολιτιστικό του προορισμό, ο οποίος ήταν ο φωτισμός της Ανατολής.  Αυτός ο θεωρητικός πυρήνας της Μεγάλης Ιδέας, που ενυπήρχε ήδη από την πρώτη διατύπωσή της, δηλαδή "η αναβίωση των κλασσικών [sic] ελληνικών ιδεωδών και της παιδείας ως μέσο ανατροπής και εξάλειψης της τουρκικής παρουσίας"[22] ήταν, ίσως, από τα μόνα στοιχεία της σκέψης του Διαφωτισμού που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τους φορείς της Μεγάλης Ιδέας.
          Η νέα ελλαδική λογική που έβλεπε πως "οι εθνικές επιδιώξεις μπορούσαν να διατυπωθούν με βάση τις ελλαδικές ανάγκες"[23] κατίσχυσε κατά τη διάρκεια της κρητικής επανάστασης[24], με την υπερίσχυση της φιλειρηνικής τάσης που υπαγόρευε η εξάρτηση από τις μεγάλες δυνάμεις, η συνείδηση της ελλαδικής ανεπάρκειας και η ανάπτυξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών κρατών. 
Η εσωτερική διάβρωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η Κωνσταντινούπολη παρουσιάζει μια οικονομική ευρωστία που ενισχύεται από μια ανάλογη πνευματική άνθηση.  Εκεί θα χαραχτεί και η διάκριση ανάμεσα στο επιθυμητό και στο εφικτό.  Θα δοθεί η "ομογενική απάντηση στην ελλαδική Μεγάλη Ιδέα"[25].  Αυτή η προοπτική είχε ήδη διαγραφεί από τα τέλη του Κριμαϊκού πολέμου και είχε αποτελέσει βαθιά τομή στις σχέσεις ελεύθερων και αλύτρωτων Ελλήνων.  Στην εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης Νεολόγος δημοσιεύεται η διακήρυξη της Μεγάλης Ιδέας του ελληνικού έθνους εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή η διάδοση της ελληνικής παιδείας και του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την Ανατολή με την προστασία του οθωμανικού κράτους.
          Η διακήρυξη προέβλεπε ότι σε πρώτη φάση θα βελτιωνόταν η θέση των χριστιανών στην οθωμανική αυτοκρατορία, σε δεύτερη θα χειραφετούταν το ελληνικό στοιχείο και σε τρίτη φάση η ελληνοτουρκική συνεργασία θα δημιουργούσε φράγμα στον Πανσλαβισμό.  Ωστόσο, η ελληνική γλώσσα δεν ήταν πια εθνικό όργανο και ταξική σύμβαση "σύμβολο ένταξης σε μια ανερχόμενη αστική τάξη χωρίς ρητή εθνική αποκλειστικότητα"[26] γιατί οι εθνικές αστικές τάξεις που εμφανίστηκαν στα Βαλκάνια αμφισβητούσαν την ελληνική υπερεθνικότητα.  Έτσι, το νέο ελληνοοθωμανικό σχήμα σήμαινε την προοπτική συγκυριαρχίας Ελλήνων και Τούρκων, δηλαδή ουσιαστικά την ενσωμάτωση των Ελλήνων στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό και όχι την διάβρωση της αυτοκρατορίας εκ των ένδον[27].
          Οι κρίσεις του 1875-1878 και του 1885 που οδήγησαν σε ανάλογες ρυθμίσεις του Ανατολικού Ζητήματος από τις μεγάλες δυνάμεις, δεν είχαν ικανοποιήσει τους Έλληνες που συνειδητοποιούσαν ότι δεν ήταν οι μοναδικοί κληρονόμοι της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κερδισμένα εδάφη δεν είχαν προέλθει από ένοπλη σύγκρουση αλλά είχαν παραχωρηθεί με διπλωματική μεσολάβηση: Επτάνησα (1864), Θεσσαλία και Άρτα (1881).  Παρόλα αυτά και λόγω του Κρητικού Ζητήματος (1896-1897), το οποίο διερχόταν νέα φάση κρίσης, και λόγω της δράσης διαφόρων "εθνικών" εταιρειών, η Ελλάδα θα εμπλέξει - με την αγαστή σύμπνοια κυβέρνησης και αντιπολίτευσης - σε έναν πόλεμο με την Τουρκία.  Η ήττα του 1897 θα αποτελέσει κλονισμό για τις συνειδήσεις και οι ιδεολογικές ανακατατάξεις που θα επακολουθήσουν της ήττας δεν θα επιφέρουν ωστόσο ανατροπές ή επαναστάσεις γιατί το αλυτρωτικό όραμα θα εξακολουθεί να κυριαρχεί. 

Το ιδεολογικό αίτημα της Μεγάλης Ιδέας
          Μέσα από αυτά τα πολιτικά προγράμματα της Μεγάλης Ιδέας εκδηλώθηκε αντίστοιχα το ιδεολογικό αίτημα της εθνικής ενότητας που εκφράστηκε με την πολιτική θεωρία του εθνικού κέντρου. Το αίτημα της ενότητας ήταν η πιο μαχητική διεκδίκηση του μεγαλοϊδεατικού προγράμματος και διατυπώθηκε αμέσως μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ως απαίτηση για την ενότητα της ελληνικής εκκλησίας[28].
          Στη συνέχεια το αίτημα της ενότητας στο εσωτερικό τοποθετείται ως το κρηπίδωμα της επίτευξης των εξωτερικών εθνικών επιδιώξεων, προικοδοτώντας έτσι το θεσμό της μοναρχίας, το οποίο υπαγορεύεται (και) από τους συστημικούς παράγοντες που ορίζονται από τα δεδομένα της διεθνούς ζωής της εποχής (π.χ. το κλίμα της Ευρωπαϊκής Παλινόρθωσης) και υπονομεύουν τις εκδοχές του φιλελεύθερου πολιτικού βίου. 
          Η ανάδυση του ρομαντικού εθνικισμού που υποκαθιστά τον δημοκρατικό εθνικισμό δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση του νεοελληνικού ιστορισμού, που έχει διαφορετική στάση απέναντι στο Βυζάντιο, θεωρώντας το κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, πετυχαίνοντας έτσι μια ενότητα του ελληνισμού στο χώρο και στο χρόνο με διττό αποτέλεσμα: από τη μια δημιουργείται ένας ιδεολογικός συγκερασμός, ελληνισμού και χριστιανισμού, που βρίσκεται στη βάση της νεοελληνικής συνείδησης και από την άλλη ο πολιτικός κλασικισμός του ευρωπαϊκού ουμανισμού απολιτικοποιείται.

Επίλογος: Διλήμματα του Ελληνισμού
          Σε ολόκληρο τον 19ο αι. αυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία είναι η απόσταση ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα.  Κεντρική αδυναμία της ήταν να θέσει στόχους πραγματοποιήσιμους.  Το δίλημμα ανάμεσα στην εσωτερική ανάπτυξη και τον απελευθερωτικό αγώνα παρέμεινε άλυτο ως το τέλος.
          Αυτό το δίλημμα που εκφράστηκε με την πολιτική θεωρία του εθνικού κέντρου, δηλαδή Αθήνα ως κράτος νεωτερικό και σύγχρονο ή Κωνσταντινούπολη ως πολυεθνικό μοντέλο αυτοκρατορίας[29], έκρυβε μέσα του ένα δεύτερο δίλημμα, δηλαδή το ερώτημα αν η "εσωτερική ανάπτυξη θα θεμελιωνόταν σε μια οικονομία νεωτερική, κεφαλαιοκρατική (…) ή θα στηριζόταν στο (…) εμπορευματικό πρότυπο που βασιζόταν στις διεθνείς συγκυρίες"[30]. 
          Έτσι, η Μεγάλη Ιδέα θα διατηρήσει για τους Έλληνες, ως το τέλος, την αοριστία της, ενώ για τους Ευρωπαίους θα φαίνεται ως παράλογη επιθυμία[31].  Παρόλα αυτά θα λειτουργήσει "ως ο κατεξοχήν ομογενοποιητικός παράγοντας στο ελληνικό βασίλειο"[32] απορροφώντας στο ακέραιο "τον προορισμό ολόκληρου του έθνους"[33].






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δερτιλής Γ. Β. & Κωστής Κ., Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος – 20ος αιώνας), Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλα 1991.

Κιτρομηλίδης Μ. Π., Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, μτφρ. Στέλλα Νικολούδη, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1996.  

Μαρκέτος, Σ. Νεοελληνικός Διαφωτισμός και Ιδεολογικά Ρεύματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα (195 – 214). Στο Γ. Μαργαρίτης, Σ. Μαρκέτος, Κ. Μαυρέας, & Ν. Ροτζώκος, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τ. Γ’, Πάτρα 1999. 

Πολίτης Α., Ρομαντικά χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων 1998.

Σκοπετέα Έ. , Το «πρότυπο βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα: Πολύτυπο 1988.


ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


 Γραφή, 2002



[1] Μ. Π. Κιτρομηλίδης, εφημερίδα "Τα Νέα", 17/03/2001.
[2] Βλ. Μ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, μτφρ. Σ.
   Νικολούδη, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1996, σ.491.
[3] Βλ. στο ίδιο, σ. 496.
[4] Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
  Ελλάδα (1830-1880), Αθήνα: Πολύτυπο 1988, σ. 270.
[5] Μ. Π. Κιτρομηλίδης,, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, ό.π., σ. 508.
[6] Α. Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα:
  Ε.Μ.Ν.Ε.-Μνήμων 1998, σ. 66.
[7] Αλλά αργότερα και του 1862.
[8] Μ. Π. Κιτρομηλίδης,, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, ό.π., σ. 508-509
[9] στο ίδιο, σ. 509.
[10] Σ. Μαρκέτος (1999). Νεοελληνικός Διαφωτισμός και Ιδεολογικά Ρεύματα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Πάτρα: ΕΑΠ σ. 204.
[11]Μ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, ό.π., σ. 490.
[13] Γ. Β. Δερτιλής & Κ. Κωστής, Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ος  αι.), Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλα 1991, σ. 49.
[14] Α. Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ό.π., σ.
   62.
[15] Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
   Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 277.
[16] Στο ίδιο, σ. 276.
[18] Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
   Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 265.
[19] Στο ίδιο, σ. 289.
[20] Στην αντίθεση Μαυροκορδάτου-Κωλέττη.
[21] Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
   Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 290.
[22] Μ. Π. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Οι Πολιτικές και Κοινωνικές Ιδέες, ό.π., σ. 489.
[23]Ε.  Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
   Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 292.
[24] Βλ. στο ίδιο, σ. 304 κ.ε.
[25] Στο ίδιο, σ. 311.
[26] Στο ίδιο, σ. 314.
[27] Στο ίδιο, σ. 315.
[28] Βλ. Γ. Β. Δερτιλής & Κ. Κωστής, Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (18ος-20ος  αι.), ό.π., σ. 67.

[29] Που μια ανασύστασή της θα σήμαινε και υποχώρηση του ελληνικού εθνικισμού, βλ. Α. Πολίτης, Ρομαντικά Χρόνια, Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ό.π., σ. 67.
[30] Στο ίδιο, σ. 137.
[31] Στο ίδιο, σ. 65 και Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού
   Προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 347. 
[33] Ε. Σκοπετέα, Το "πρότυπο βασίλειο" και η Μεγάλη Ιδέα, Όψεις του Εθνικού Προβλήματος στην
   Ελλάδα (1830-1880), ό.π., σ. 251. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...