Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2013

Κωνσταντινούπολη: ο οικιστικός της χαρακτήρας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο



Κωνσταντινούπολη: ο οικιστικός της χαρακτήρας κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο

του Κώστα Κυριάκη

Εισαγωγή
          Ο 4ος μ.Χ. αι. διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη του βυζαντινού κράτους και το αποφασιστικότερο γεγονός για την εξέλιξη αυτή ήταν η προσωπική εκλογή του Μ. Κωνσταντίνου (324-337 μ.Χ.) για τη νέα πρωτεύουσα.  Η μεταφορά (translatio) της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην περιοχή της πολίχνης του Βυζαντίου εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διοικητικής μεταρρύθμισης για την ανανέωση (renovatio) και την ανασυγκρότηση (restitutio) των δομών και των θεσμών της αυτοκρατορίας.  Με την ίδρυση της Κων/πολης το πολιτικό και πολιτιστικό επίκεντρο της οικουμένης μεταφέρεται και πάλι από τη Δύση στην Ανατολή, εκεί που βρίσκονταν και τα νευραλγικά σημεία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 

1. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός της Κων/πολης κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (4ος μ.Χ. αι.)
          Η εκλογή της τοποθεσίας στην αρχαία αποικία των Μεγαρέων, το Βυζάντιο, είχε μελετηθεί από τον Μ. Κων/νο κατά την τελευταία φάση του αγώνα του ενάντια στον Λικίνιο, και είχε αναγνωριστεί τόσο η σπουδαιότητα όσο και η στρατηγική της σημασία.  Έτσι, μετά τη νίκη του στη Χρυσόπολη της Βιθυνίας, το Σεπτέμβριο του 324 μ.Χ., ο Μ. Κων/νος θεμελίωσε τη νέα πρωτεύουσα[1], το Νοέμβριο του ίδιου έτους, και χάραξε την περιφερειακή της γραμμή[2], για να οργανωθεί ο πολεοδομικός σχεδιασμός και τα οχυρωματικά έργα της νέας πόλης. 
          Η Κων/πολη, κτισμένη στους επτά λόφους[3] του ακραίου σημείου της θρακικής χερσονήσου που βρέχεται από την Προποντίδα, το Βόσπορο και τον Κεράτιο Κόλπο, βρίσκεται ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη[4] και πάνω στο θαλάσσιο δρόμο που ενώνει τη Μεσόγειο με τον Εύξεινο Πόντο.  Η τοποθεσία αποτελεί πέρασμα μεγάλων χερσαίων και θαλάσσιων εμπορικών οδών και παράλληλα προσφέρει φυσική οχύρωση: το ευάλωτο στις εχθρικές επιθέσεις δυτικό χερσαίο σύνορό της οχυρώθηκε με ισχυρό προστατευτικό τείχος.[5]
          Το τείχος του Μ. Κων/νου αναπτυσσόταν από την Προποντίδα προς την κοιλάδα του ποταμού Λύκου και κατέληγε στον Κεράτιο Κόλπο.  Η καινούργια πόλη χαράχτηκε πάνω στην παλιά[6], ωστόσο, ο αστικός χώρος επεκτάθηκε δυτικά στα 700 περίπου εκτάρια και είχε σχεδιαστεί για να αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα.  Για την πληθυσμιακή της ενίσχυση μεταφέρθηκαν κάτοικοι περιοχών του ελλαδικού χώρου.  Δόθηκαν ισχυρά κίνητρα όπως το προνόμιο του δωρεάν άρτου και θεαμάτων και οι ανώτερες τάξεις θα γίνονταν κάτοχοι πολυτελών παλατιών.[7]  Ο πληθυσμός της Κων/πολης κατά την εποχή το Μ. Κων/νου μπορεί να υπολογιστεί στη βάση της αννόνης, δηλαδή της δωρεάν διανομής άρτου.  Η ποσότητα σιταριού που αποστελλόταν από την Αίγυπτο ήταν περίπου 80.000 ημερήσιες μερίδες, άρα ο πληθυσμός θα ήταν περίπου διπλάσιος.[8]  Η μεγάλη, όμως, επέκταση της πόλης κατά τον 4ο μ.Χ. αι. εξουδετέρωσε τη σημασία των τειχών του Μ. Κων/νου.[9] 
          Η φυσική διάρθρωση της περιοχής καθόρισε τη θέση των κυριότερων κτιρίων, οδών και πλατειών της.  Η πολεοδομική ανάπτυξη σε 14 ρηγιώνες (διαμερίσματα), όπως η Ρώμη, είχε κριτήριο τους επτά λόφους.  Τα κτίρια στις πλαγιές και στις κορυφές των λόφων ήταν χτισμένα άναρχα πάνω σε πεζούλες και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσα από ένα πυκνό δίκτυο πλακόστρωτων ανηφορικών μονοπατιών και κλιμάκων.  Τα συμπαγή τους τοιχώματα συχνά διευκόλυναν και την κατασκευή μεγάλων υπόγειων δεξαμενών.[10]  Νοτιοδυτικά της ακρόπολης του αρχαίου Βυζαντίου και εντός των αρχαϊκών τειχών του, στην περιοχή που είχε ήδη ανοικοδομήσει ο Σεπτίμιος Σεβήρος, αναπτύχθηκε το ζωτικό κέντρο της πόλης.  Η κεντρική πλατεία της Αντωνινιάνας, γνωστή ως Τετράστοον, μετά από παρεμβάσεις λειτουργικού και αισθητικού χαρακτήρα επεκτάθηκε και μετονομάστηκε σε Αυγουσταίον.[11]  Στα νοτιοδυτικά της πλατείας βρίσκονταν τα δημόσια λουτρά του Ζεύξιππου, ανάμεσα στον Ιππόδρομο, που επεκτάθηκε, και στο οίκημα της Συγκλήτου.  Στη βόρεια πλευρά του Αυγουσταίου ανοικοδομήθηκε ο ναός της Αγίας του θεού Σοφίας, ενώ στη νότια υψωνόταν η κεντρική πύλη του Μεγάλου Παλατιού: η Χαλκή Πύλη.  Το Μέγα ή Ιερό Παλάτιο της Δάφνης, σύμπλεγμα κτισμάτων, κήπων, στοών και περιπτέρων, εκτείνονταν παράλληλα με τον Ιππόδρομο προς την Προποντίδα.  Στη βορειοδυτική γωνία του Αυγουσταίου βρισκόταν μια λιθόστρωτη περιοχή με το Μίλιον.  Από εκεί άρχιζε η κεντρική οδική αρτηρία, ο δρόμος των Θριάμβων, που ονομάστηκε αργότερα Μέση οδός.  Στο αρχικό της τμήμα υψώνονταν εκατέρωθεν κιονοστοιχίες, που περιέκλειαν στην εσωτερική τους πλευρά στέγαστρα εμπορικών καταστημάτων.  Εκεί λειτουργούσε και η κεντρική αγορά.  Η Μέση οδός κύκλωνε τα λουτρά του Ζεύξιππου και περνώντας από διαδοχικές πλατείες και αγορές έφτανε ως τη νοτιότερη πύλη των τειχών.  Η πρώτη πλατεία που συναντούσε, η οποία αποτελούσε και το δεύτερο κέντρο της πόλης, ήταν ο Φόρος, η ωοειδούς σχήματος αγορά του Κων/νου.[12]  
          Στα οικοδομήματα της Κων/πολης περιλαμβάνονταν ένα θέατρο, ένα αμφιθέατρο, το Έπαρχον, το Πραιτώριο, το Καπιτώλιο, επαύλεις, αριστοκρατικές κατοικίες καθώς και εκκλησίες, που ανεγέρθησαν με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα: η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, η εκκλησία του μάρτυρα Ακακίου και η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.  Οι παλαιοί ναοί της Κων/πολης, που βρίσκονταν στην αρχαία ακρόπολη και ήταν αφιερωμένοι στον Απόλλωνα, στον Ποσειδώνα και στην Αθηνά, δεν καταστράφηκαν[13], ενώ σημαντικός αριθμός έργων τέχνης μεταφέρθηκε από τις ελλαδικές πόλεις για να κοσμήσει τους δρόμους και τις πλατείες της. 

2. Ο οικιστικός χαρακτήρας και η ιδιαιτερότητα της πόλης του Κων/νου
2.1 Οι πρώιμες βυζαντινές πόλεις (4ος μ.Χ. αι. - μέσα 7ου μ.Χ. αι.).
Το σχέδιο δόμησης των πρώιμων βυζαντινών πόλεων περιελάμβανε ένα σύνολο κοινών χαρακτηριστικών, τα οποία κατά κανόνα διατηρήθηκαν, παρ' ότι σταδιακά άρχισαν να διαφοροποιούνται κάτω απ' τις νέες συνθήκες που διαμόρφωσαν η χριστιανική θρησκεία και οι βαρβαρικές επιδρομές. Έτσι, ο όρος πόλις προσδιόριζε μία αυτοδιοικούμενη μονάδα που ορίζονταν τόσο από την οικοδομημένη της περιοχή, όσο και από την αγροτική της περιφέρεια, από την οποία τη διαχώριζαν συνήθως οχυρωματικά έργα. Εντός των τειχών και ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους, κατασκευάζονταν εκτεταμένα δίκτυα οδών κατά μήκος δύο βασικών λεωφόρων (των ρωμαϊκών cardo και decumanus), που διασταυρώνονταν κάθετα και κατέληγαν στις πύλες της πόλης. Οι βασικές αυτές οδικές αρτηρίες όριζαν και τα κεντρικά σημεία των πόλεων, την αγορά και την κεντρική πλατεία με τα πιο σημαντικά δημόσια κτίρια, το ναό, τις αίθουσες συγκεντρώσεων σε σχήμα βασιλικής, τον Ιππόδρoμo, το θέατρο και τα λουτρά. Κατά μήκος τους συνήθως χτίζονταν και οι αριστοκρατικές κατοικίες.
Την αυτονομία των πόλεων αυτών εξασφάλιζε και μία σειρά από υπηρεσίες και δημόσια έργα, σχετικά με την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών των κατοίκων τους. Για τον σκοπό αυτό κατασκευάζονταν υδρευτικά και αποχετευτικά δίκτυα, υδραγωγεία, δεξαμενές και κεντρικές σιταποθήκες. Εκτός των τειχών κατασκευάζονταν οι χώροι ταφής. Επίσης εκτός των τειχών χτίστηκαν και τα πρώτα μοναστήρια. Το χαρακτήρα των πρώιμων βυζαντινών πόλεων προσδιόριζε σημαντικά και η αισθητική τους άπόψη. Οι δημόσιοι χώροι και τα δημόσια κτήρια διακοσμούνταν επιμελώς με ζωγραφικές παραστάσεις, γλυπτά και σιντριβάνια, και δίνονταν ιδιαίτερη σημασία στον αρχιτεκτονικό τους σχεδιασμό.[14]
2.2 Τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της πόλης του Κων/νου
Τα στοιχεία που διαφοροποιούσαν τη φυσιογνωμία της Κων/πολης από τις άλλες πόλεις αφορούσαν, από τη μια, στο ρόλο του παλατιού, που ήταν η καρδιά της πόλης και της αυτοκρατορίας, και από την άλλη, στον ταυτόχρονο χριστιανικό και παγανιστικό της χαρακτήρα. Η νέα πρωτεύουσα εκτός από Νέα Ρώμη φιλοδόξησε να γίνει Νέα Αθήνα καθώς και Νέα Ιερουσαλήμ.
Το Παλάτι[15], ήταν, τόσο αρχιτεκτονικά όσο και πολιτικά, το σημαντικό στοιχείο στη νέα πόλη και όχι το forum ή άλλα δημόσια οικοδομήματα.  Έπαιζε το ρόλο της Ακρόπολης των αρχαϊκών πόλεων.  Παράλληλα, μαζί του συνδεόταν ο Ιππόδρομος, ο οποίος εξελίχτηκε σε χώρο πολιτικού «διαλόγου».
Ως Νέα Ιερουσαλήμ η εκκλησία σταδιακά κατέλαβε εξέχουσα θέση στο πολεοδομικό συγκρότημα, ενώ η κατοικία του επισκόπου οικοδομήθηκε κοντά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα. Ο χριστιανισμός άρχισε να κερδίζει έδαφος, διαβλέποντας πως η νέα πόλη θα αποτελούσε πλέον και τη δική του πρωτεύουσα.
Ως Νέα Αθήνα η Κωνσταντινούπολη διεκδίκησε πέρα από την αισθητική και την πνευματική της αίγλη. Αναρίθμητα έργα τέχνης μεταφέρθηκαν από κάθε γωνιά της Ελλάδας για να κοσμήσουν τη νέα πόλη,[16] ενώ ανάμεσα στο Μίλιον και στα χαλκοπρατεία ιδρύθηκε το κέντρο των Γραμμάτων.
Ο σχεδιασμός της νέας πρωτεύουσας βασίστηκε στα πρότυπα των πόλεων της ελληνιστικής περιόδου, χωρίς ωστόσο να ακολουθήσει το ιπποδάμειο σύστημα. Η εσπευσμένη ανάγκη ίδρυσής της[17] δεν επέτρεψε τον προγραμματισμένο σχεδιασμό της και έτσι βιαστικά και άναρχα αναπτύχθηκε μέσα στη ζώνη των 700 εκταρίων, επιδιώκοντας περισσότερο τον εντυπωσιασμό και λιγότερο την οργάνωση. Ο αρμονικός συνδυασμός των ρωμαϊκών, ελληνικών και χριστιανικών στοιχείων την κατέστησε διαφορετική από κάθε άλλη πόλη του βυζαντινού κόσμου.

3. Ρωμαϊκά και Χριστιανικά μνημεία της Κων/πολης
Στην ίδρυση της Κων/πολης, ως ρωμαϊκής πρωτεύουσας, κυριάρχησαν τα ρωμαϊκά πρότυπα στη μνημειακή της αρχιτεκτονική και στην κτηριακή της συγκρότηση.  Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός των μνημειακών της κατασκευών, πέρα από τη μεγαλοπρέπεια, υπογράμμιζε και τη σχέση της με τις ειδωλολατρικές-ρωμαϊκές της καταβολές, υπενθυμίζοντας τη στάση συγκερασμού του ιδρυτή της απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις της εποχής.  Τα στοιχεία της παραδοσιακής πολυθεϊστικής θρησκείας επικράτησαν αρχικά στη διαμόρφωση του αισθητικού χαρακτήρα της πόλης, καθώς ο Κωνσταντίνος προσχώρησε στο χριστιανισμό μόλις λίγο πριν το θάνατό του.  Έτσι, οι ειδωλολατρικοί ναοί που υπήρχαν ήδη στην Ακρόπολη, διατηρήθηκαν και δεν παρεμποδίστηκε η ίδρυση νέων, όπως ο ναός προς τιμήν της ρωμαϊκής θεάς Τύχης.  Παγανιστικά αγάλματα θεοτήτων του ρωμαϊκού πανθέου υψώθηκαν σε κεντρικά σημεία της πόλης, καθώς και αγάλματα αυτοκρατόρων, τα οποία έχαιραν ανάλογων τιμών.
Αν και σε περιορισμένο αριθμό, ο Μ. Κων/νος ενσωμάτωσε στη δομή της πόλης του στοιχεία από τη νέα θρησκεία, κυρίως εκκλησίες[18], ανοίγοντας το δρόμο στη μελλοντική επικράτησή της.  Συμβολικό της νέας τάξης ήταν το γεγονός πως το Παλάτι συνδεόταν με το Ναό της Αγίας Σοφίας.[19]  Πλησίον του Ιερού Παλατίου ανεγέρθησαν ο ναός της Αγίας Ειρήνης[20] και η οικία του επισκόπου.  Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της προσέγγισης αποτελούσε το χρυσό αντίγραφο του σταυρού[21], που τοποθετήθηκε σε υψηλό βάθρο τριών κιόνων και δέσποζε στο σταυροδρόμι της Μέσης οδού, στο Φιλαδέλφειον.

4. Ελληνικά και ελληνιστικά στοιχεία που προσδιόρισαν το χαρακτήρα της Κων/πολης
Τη σχέση της Κων/πολης με το ελληνικό και ελληνιστικό στοιχείο προσδιόρισε ευθύς εξαρχής η επιλογή της τoπoθεσίας στη θέση της αρχαϊκής μεγαρικής αποικίας. Το Βυζάντιο, αν και τελούσε υπό ρωμαϊκή κατοχή, διατηρούσε στις βασικές του δομές στοιχεία κληροδοτημένα από το ελληνικό του παρελθόν. Κυρίως η παράδοση και η γλώσσα συνέστησαν το πνευματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η οργάνωση και η κοινωνική συγκρότηση της πόλης του Κων/νου.
Πολυμορφική και πολυδιάστατη η νέα πόλη, αναζήτησε τους παράγοντες που θα της εξασφάλιζαν συνοχή και συνέχεια πέρα από τη χριστιανική θρησκεία και στον ελληνισμό. Ήδη, με την χρήση της ελληνιστικής Κοινής ως του κατ' εξοχήν γλωσσικού οργάνου επικοινωνίας, το ελληνικό στοιχείο κατάφερε σταδιακά να επικρατήσει, απομονώνοντας τη λατινική σε γλώσσα της επίσημης αυτοκρατορικής τελετουργίας. 
Η ελληνιστική περίοδος επηρέασε την οικιστική οργάνωση της πόλης. Το σύστημα της κατασκευής κεντρικών λεωφόρων με κιονοστοιχίες και με δευτερεύοντες δρόμους κυκλοφορίας στηρίχθηκε στα σχέδια των ακμαζουσών πόλεων της ελληνιστικής περιόδου (π.χ. Αλεξάνδρεια, Aντιόχεια).  Οι κατασκευές επίσης των πολυτελών επαύλεων προέκυπτε ως συνέχεια της συνήθειας που αναπτύχθηκε στα ελληνιστικά βασίλεια, μέσα από την άνοδο της τάξης των αριστοκρατών. Σε αυτήν την περίοδο ανάγεται και η θρησκευτική πρακτική της προσωπολατρείας.[22]
Σταδιακά, η γεωγραφική θέση της πόλης ευνόησε την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στο χώρο της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, διαφοροποιώντας τον χαρακτήρα της από εκείνον της προγενέστερης δυτικής πρωτεύουσας.

Επίλογος
       Το νέο Imperium Romanum, όπως αποτυπώνεται και στην αρχιτεκτονική του μορφή, θα συγχωνεύσει σε ένα κράμα τη χριστιανική πίστη και τον χριστιανικό ηθικό νόμο, την πνευματική παράδοση του ελληνισμού, το ρωμαϊκό δίκαιο και τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση που θα αποτελέσουν και τη νομική πλατφόρμα των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πέννα Β., «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των Βυζαντινών», στο: Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα Ι : από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. β΄, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στον βυζαντινό και μεταβυζαντινό κόσμο (Πάτρα 1999): 17-204.
Πέννα Β., «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία, τ. β΄, Βυζάντιο και Ελληνισμός (Πάτρα 1999): 21-33.
Mango C., Βυζάντιο.  Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης. Μτφ. Δ. Τσουγκαράκης. Αθήνα: 2002 (γ΄έκδ.).
Tomlinson R., From Mycenae to Constantinople.  The evolution of the ancient city. London – New York 1992.





[1] Αποκλείοντας τις υπόλοιπες υποψήφιες πόλεις: Ναϊσσό, Νικομήδεια, Σερδική, Θεσσαλονίκη, Χαλκηδόνα, μετά από χρησμό που έλαβε από το μαντείο των Δελφών.
[2] Σύμφωνα με την πανάρχαια ρωμαϊκή τελετή της οριοθεσίας (limitatio et comsecratio) κατά την οποία ο αυτοκράτορας με το ξίφος στο χέρι όριζε βήμα προς βήμα την περίμετρο της πόλης.  Σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση ο ίδιος ο αυτοκράτορας αποκάλυψε πως ακολουθούσε Κάποιον που του υποδείκνυε τη θέση χάραξης της νέας γραμμής των τειχών.
[3] Ο Μ. Κων/νος ήθελε η μεταφορά της πρωτεύουσας να συνδυάζει και τις αναλογίες του τοπίου.  Η Ρώμη ήταν επίσης χτισμένη σε επτά λόφους (septimontium).  Από εδώ και ο χαρακτηρισμός της Κων/πολης ως επτάλοφος.
[4] Ο αυτοκρατορικός θυρεός με τον δικέφαλο αετό συμβόλιζε χαρακτηριστικά αυτή τη θέση: η Κων/πολη στο μεταίχμιο της Ανατολής και της Δύσης.
[5] Βλ. Β. Πέννα, «Βυζαντινοί θεσμοί», στο: Ελληνική ιστορία, τ. Β΄, Βυζάντιο και Ελληνισμός (Πάτρα 1999): 25
[6] Την οχύρωση της πόλης συμπλήρωναν τα χαμηλά παραθαλάσσια τείχη που κτίστηκαν από τον Μ. Κων/νο και κάλυπταν την προστασία της πόλης σε αχτίνα 12 χλμ. στον Κεράτιο, στην Προποντίδα και στο Βόσπορο και είχαν εσοχές για τις πύλες, είτε των λιμένων είτε άλλες. 
[7] Ακριβώς όπως στη Ρώμη.
[8] Βλ. C. Mango, Βυζάντιο.  Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφ. Δ. Τσουγκαράκης (Αθήνα 2002): 96
[9] Έναν αιώνα περίπου αργότερα ο Θεοδόσιος Β’ (408-450 μ.Χ.), ο οποίος θα χαράξει και τα τελικά όρια της πόλης, κατασκεύασε τα Μακρά Τείχη, τα οποία εκτείνονταν από τη Σηλυβρία της Προποντίδας μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
[10] Για να έρθει το νερό στο λόφο που βρισκόταν το παλάτι και τα λουτρά του Ζεύξιππου, έπρεπε να διοχετευτεί σε ένα επίπεδο ανώτερο από αυτό της πόλης.  Αυτό έγινε προς το τέλος του 4ου αι. μ.Χ. με το υδραγωγείο του Βάλεντα, στο: R. Tomlinson, From Mycenae to Constantinople. The evolution of the ancient city (London-New York 1992) : 220
[11] Προς τιμήν της Αυγούστας Ελένης, μητέρας του αυτοκράτορα.  Πάνω σε πορφυρή στήλη δέσποζε και το άγαλμά της.
[12] Χαρακτηριστικά στοιχεία της οι δυο αψίδες θριάμβου και το μεγαλοπρεπές ορειχάλκινο άγαλμα του αυτοκράτορα πάνω σε κίονα από πορφυρίτη λίθο στο κέντρο κυκλικής διώροφης κατασκευής.  Η απεικόνιση του Μ. Κων/νου με ακτινωτό διάδημα στο κεφάλι παρέπεμπε σε παραστάσεις του θεού Ήλιου και υπενθύμιζε την θεϊκή του υπόσταση.
[13] «Ο Κων/νος τόνισε πολύ λίγο στο οικοδομικό του πρόγραμμα τη χριστιανική θρησκεία», στο: C. Mango, βλ. παραπ.: 96.
[14] στο ίδιο: 77-79.
[15] Η καταγωγή του ανάγεται στα ανάκτορα της Ρώμης και στα ανάκτορα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη, στο: R. Tomlinson, βλ. παραπ.: 216.
[16] Για παράδειγμα το άγαλμα της Αθηνάς του Φειδία, τον Κίονα με τα περιελισσόμενα φίδια από τους Δελφούς κ.ά.
[17] R. Tomlinson, βλ. παραπ.: 218.  Όπου αναφέρεται πως μεγάλο μέρος της Κων/πολης ήταν κατασκευασμένο από υλικά σε δεύτερη χρήση.
[18] Η πρώιμη πόλη διέθετε εκκλησίες, αλλά δεν σώζεται καμία από αυτές. 
[19] Στον περίβολο νοτιοανατολικά του Παλατιού.  Το όνομα ανακαλούσε την Αθηνά, θεά της Σοφίας, στο: R. Tomlinson, βλ. παραπ.: 216.
[20] Κτίστηκε στην περιοχή της αρχαίας πόλης πριν το 337, οπότε και χειροτονήθηκε εκεί ο επίσκοπος της Κων/πολης
[21] Τον σταυρό ισχυρίστηκε ότι είδε ο αυτοκράτορας σε όραμά του το 310, παραμονή της νίκης του στη γέφυρα της Μουλβίας.
[22] Κατάλοιπο της λατρείας που αποδίδονταν στους ελληνιστικούς βασιλείς, η αυτοκρατορική λατρεία διατηρήθηκε ως θεσμός και εκφράστηκε μέσα από την ανέγερση μνημείων και αγαλμάτων προς τιμήν των αυτοκρατόρων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...