Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Ελευθερία και Αναγκαιότητα στους Επικούρειους και στους Στωικούς



Η προβληματική της ελευθερίας και της αναγκαιότητας στο πλαίσιο της φυσικής και ηθικής φιλοσοφίας των Επικουρείων και των Στωικών
του Κώστα Κυριάκη

Εισαγωγή 
Η αποσύνθεση του κοινωνικοπολιτικού οργανισμού της πόλης-κράτους και η εδραίωση γεωγραφικά εκτεταμένων μοναρχικών βασιλείων συνοδεύτηκε από μια αλλαγή νοοτροπίας, που αντανακλάται στην ανάδυση της μέριμνας του υποκειμένου για τον εαυτό του και διαθλάται στις πνευματικές πραγματοποιήσεις της ελληνιστικής περιόδου.  Η νέα ιστορικοκοινωνική πλαισίωση, που διαδέχτηκε τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου και τις διαμάχες των επιγόνων, εξασθένησε τα κεντρικά σημεία αναφοράς του ανθρώπου, που του εξασφάλιζε το υποστηρικτικό σύστημα της πόλης- κράτους, και η συντελούμενη αλλαγή κλίμακας πριμοδότησε με θετικό πρόσημο την εμπειρία των αισθήσεων ως προϋπόθεση εγκυρότητας.  Έτσι, μέσα σε ένα κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας και ανασφάλειας, αναβαθμίζεται ο ρόλος της φιλοσοφίας, που με αιχμή την ηθική, αρχίζει σταδιακά να καταλαμβάνει τον κενό χώρο που αφήνει στο άτομο η υποχώρηση της παραδοσιακής θρησκείας.  Με κέντρο την πόλη των Αθηνών τα κυρίαρχα φιλοσοφικά ρεύματα της περιόδου θέτουν, ανάμεσα σε άλλα, ερωτήματα που αφορούν στη δομή του κόσμου και στη θέση του ανθρώπου μέσα σ’ αυτόν, και που υποχρεώνουν στην κατασκευή σύνθετων θεωριών, δηλαδή στη συμπλοκή της φυσικής και της ηθικής, που, σε συνδυασμό με τη γνώση της φύσης, οδηγούν στην ορθοπραξία και στην ευδαιμονία.
Επικούρειοι: Ελευθερία και αναγκαιότητα
Α) Φυσική θεωρία
          Για τον Επίκουρο ο σκοπός της φιλοσοφίας είναι να απελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο και να του εξασφαλίζει την αταραξία της ψυχής, πράγμα που προϋποθέτει τη γνώση της φύσης του σύμπαντος: «Ουκ ήν το φοβούμενον λύειν υπέρ των κυριωτάτων μη κατειδότα τις η του σύμπαντος φύσις, άλλ’ υποπτεύοντά τι των κατά τους μύθους. ώστε ούκ ήν άνευ φυσιολογίας ακεραίους τας ηδονάς απολαμβάνειν» (Κύριαι Δόξαι, ΧΙΙ).
          Η Επιστολή προς Ηρόδοτον καταγράφει εν είδη αξιωμάτων τις βασικές προτάσεις της επικούρειας φυσικής:
(1) Τίποτα δε γίνεται από το τίποτα και τίποτα δεν καταλήγει στο τίποτα.
(2) Το σύμπαν είναι αμετάβλητο: ήταν, είναι και θα είναι αιώνια το ίδιο.
(3) Το σύμπαν είναι άπειρο.
(4) Το σύμπαν δεν διέπεται από καμιά αρχή ούτε έχει κάποιο σκοπό.
(5) Το σύμπαν αποτελείται από σώματα και κενό.
(6) Το κενό υπάρχει, είναι άπειρο και διαμέσου αυτού γίνεται η κίνηση.
(7) Τα στερεά σώματα είναι ή σύνθετα ή απλά, αναλλοίωτα και αδιαίρετα.
(8) Τα σώματα είναι απειράριθμα.
(9) Τα σώματα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση.
     (10) Τα διάφορα σχήματα είναι απειράριθμα.
     (11) Τα άτομα διαιρούνται θεωρητικά σε ελάχιστα μέρη, που είναι θεωρητικά και φυσικά άτμητα.
     (12) Οι πρωτεύουσες ιδιότητες των ατόμων είναι το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος.
    (13) Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση (ευθύγραμμη ή παλμική) που καθορίζεται από το βάρος, τις προσκρούσεις και την εκτροπή.
    (14) Υπάρχουν απειράριθμοι κόσμοι.[1]
Έτσι, γίνεται φανερό πως αν και η επικούρεια φυσική ερείδεται στους Ατομικούς, αφού ό,τι υπάρχει συνίσταται από άτομα και κενό, διαφοροποιείται ως προς τούτο: δεν είναι μηχανιστική και αιτιοκρατική, καθώς ενέχει το στοιχείο της απροσδιοριστίας.  Στο επικούρειο σύμπαν η ευθύγραμμη κατεύθυνση της καθοδικής κίνησης των ατόμων, εξαιτίας του βάρους τους, μέσα στο κενό, ενίοτε παρεκκλίνει, τυχαία και απρόβλεπτα, δημιουργώντας συγκρούσεις, αναπηδήσεις και περιπλέξεις από τις οποίες προέρχονται όλα τα πράγματα που γίνονται εμπειρικά αντιληπτά και όλοι οι κόσμοι.
          Με το φυσικό σύστημα του Επίκουρου ο άνθρωπος καλείται, από τη μια, να μελετήσει τη φυσική δομή του κόσμου και να κατανοήσει τους νόμους που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα και, από την άλλη, να υπερνικήσει τις εσφαλμένες αντιλήψεις, όπως τον φόβο των θεών, τον φόβο του θανάτου, την πίστη στη δύναμη της τύχης και την άποψη ότι όλα τα γεγονότα προκαθορίζονται από τους φυσικούς νόμους, με βάση τα εμπειρικά δεδομένα που του προμηθεύουν οι αισθήσεις του.  Από τη μια, λοιπόν, τα άτομα και το κενό δεν αφήνουν περιθώρια για την ανάπτυξη νοητών κόσμων και από την άλλη, η έλλειψη προκαθορισμού και προβλεψιμότητας ακυρώνουν τη συμπαντική τελεολογία, οδηγώντας στη συνειδητοποίηση της ελευθερίας ως πρωταρχικής προϋπόθεσης για την κατάκτηση της ευδαιμονίας. 
Β) Ηθική φιλοσοφία
          Το ζήτημα της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου θεμελιώνεται στην επικούρεια ηθική από τη φυσική[2] και ιδιαίτερα από την παρέγκλισιν στην κίνηση των ατόμων.  Εφόσον τα στοιχειώδη σωμάτια με την ώθηση του τυχαίου διαμορφώνουν νέους ευμετάβλητους συνδυασμούς και ακολουθούν απρόβλεπτες κατευθύνσεις έτσι και η εκτροπή ενός ατόμου της ψυχής[3] διαμορφώνει απρόβλεπτες και πάντως όχι προσδιορισμένες ανθρώπινες συμπεριφορές. 
          Ο Επίκουρος καταρρίπτει τη φυσική αιτιοκρατία και τον θεϊκό προκαθορισμό, δηλαδή και την ειμαρμένη και τη μοίρα, και εναντιώνεται στην υπερτίμηση της τύχης: « Επεί κρείττον ην τω περί θεών μύθω κατακολουθείν ή τη των φυσικών ειμαρμένη δουλεύειν. ο μεν γαρ ελπίδα παραιτήσεως υπογράφει θεών δια τιμής, η δε απαραίτητον έχει την ανάγκην.  Την δε τύχην ούτε θεόν, […], υπολαμβάνων, -ουθέν γαρ ατάκτως θεώ πράττεται- ούτε αβέβαιον αιτίαν […]» (Επιστολή προς Μενοικέα, 134).  Αν και δέχεται πως κάποια πράγματα γίνονται κατ’ ανάγκη, αλλά από τύχη και άλλα οφείλονται στην ανθρώπινη αυτενέργεια, ωστόσο: «δια το την μεν ανάγκην ανυπεύθυνον είναι, την δε τύχην άστατον οράν, το δε παρ’ ημάς αδέσποτον, ω και το μεπτόν και το εναντίον παρακολουθείν πέφυκεν» (Επιστολή προς Μενοικέα,133).
          Η δυνατότητα της παρέκκλισης, αλλά και άλλων αιτιακών παραγόντων, με την οποία προικοδοτεί ο Επίκουρος τη συνείδηση του ανθρώπου, οδηγεί στην ελευθερία της εκούσιας ανθρώπινης πράξης, γιατί χάρη σε αυτή την απόκλιση, το άτομο, συνειδητοποιεί πως πράττει αυτό που βούλεται να πράξει.  Η πίστη στην αδήριτη αναγκαιότητα θα οδηγούσε στην απαλοιφή της ηθικής νουθεσίας και έτσι θα χανόταν η ηθική και πολιτική ευθύνη, που φέρει το κάθε άτομο για τις πράξεις του.

Στωικοί: Ελευθερία και αναγκαιότητα
Α) Φυσική θεωρία
          Για τη στωική φιλοσοφία ο κόσμος αποτελεί το παράδειγμα της αρετής και της ορθής πράξης και μόνο με τη λογική του ικανότητα ο άνθρωπος μπορεί να αποκαλύψει τη σταθερότητα της κοσμικής τάξης και να κατακτήσει έτσι την απαραίτητη πνευματική ηρεμία.
          Μια σειρά βασικών προτάσεων, υπό μορφή αξιωμάτων, μπορούν να περιγράψουν το φυσικό σύστημα φιλοσοφίας των Στωικών:
(1) Το σύμπαν είναι ένα έμψυχο, έλλογο ον.
(2) Το σύμπαν ανάγεται σε δύο θεμελιακές οντολογικές αρχές, μια παθητική (το πάσχον), την απροσδιόριστη πρώτη ύλη, και μια ενεργητική (το ποιούν), τη φύση, ή τον λόγο ή τον θεό.
(3) Ο κόσμος είναι συντεθειμένος από σώματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις (λ.χ. η έννοια), γιατί για να υπάρχει κάτι θα πρέπει να μπορεί να προξενεί ή να υφίσταται κάποια μεταβολή.
(4) Κάθε σώμα δεν συντίθεται μόνο από ύλη αλλά και από λόγο, που το διαπερνά και δρα μέσα από αυτό.  Άρα το σύμπαν νοείται ως ένα συνεχές πεδίο που ο λόγος το διαπερνά και του προσδίδει συνοχή.
(5) Λόγος και ύλη δεν μπορούν να διαχωριστούν.  Ωστόσο, το σύμπαν υπόκειται σε περιοδική δημιουργία και καταστροφή, καθώς ο λόγος απορροφά όλη την ύλη και κατόπιν την αναδημιουργεί.
(6) Τα στοιχεία που αποτελούν τα σώματα είναι τέσσερα, δύο δραστικά: πύρ και αήρ, που το μείγμα τους ονομάζεται πνεύμα, και δύο παθητικά: γη και ύδωρ.
(7) Κατά την παλιγγενεσία του κόσμου ο λόγος εμφανίζεται στα σώματα ως πνεύμα και με διαφορετικό βαθμό μέθεξης στο καθένα: στα άψυχα ως αρχή της εσωτερικής συνοχής, στα ζώα ως ψυχή και στους ανθρώπους ως νόηση.  Το πνεύμα δίνει εσωτερική συνοχή στα μεμονωμένα σώματα, καθώς τα συγκρατεί ο τόνος, και καθιστά τον κόσμο ενιαίο σώμα, αφού διαπερνά όλα τα σώματα.
(8) Ο κόσμος στην ολότητά του είναι έτσι διατεταγμένος, ώστε να δείχνει τελειότητα.
(9) Ο λόγος είναι η Ειμαρμένη, δηλαδή η αιτιακή αλυσίδα σύμφωνα με την οποία τα πάντα στο σύμπαν συμβαίνουν αναπόφευκτα.  Έτσι, ακόμη και η τύχη δεν είναι τίποτα άλλο παρά η άγνοια του ανθρώπου για τους έλλογους νόμους της αιτιότητας.
Από τις παραπάνω βασικές προτάσεις συνάγεται πως η φυσική, δηλαδή η μελέτη του φυσικού κόσμου στην ολότητά του, συμπίπτει απόλυτα με τη μεταφυσική.  Με τη φυσική τους κοσμολογία οι Στωικοί θέλησαν να αποδείξουν πως ό,τι συμβαίνει στον κόσμο είναι το αποτέλεσμα ενός αιτίου που ενεργεί σύμφωνα με  έναν αναγκαίο καθολικό νόμο, έτσι ώστε να είναι αδύνατον να συμβεί ένα γεγονός διαφορετικά από ότι συμβαίνει.  Ο πάντοτε μεταβαλλόμενος και κινούμενος κόσμος έχει κάθε στιγμή την πληρότητα της τελειότητάς του, αφού δεν υπάρχει χώρος στο σύμπαν για την τύχη και την αταξία.[4]  Η ειμαρμένη, κατά αυτό τον τρόπο, γίνεται το μοναδικό αίτιο και συγχρόνως η σύνδεση όλων των αιτίων και αιτιατών, υπό την έννοια ότι συμπεριλαμβάνει όλους τους σπερματικούς λόγους από τους οποίους αναπτύσσεται το κάθε ιδιαίτερο σώμα.[5]
Β) Ηθική φιλοσοφία             
          Για τους Στωικούς η ηθική, η οποία συνίσταται στο «ομολογουμένος τη φύσει ζην», είναι αδιαχώριστη από τη φυσική, η οποία συνίσταται στη γνώση της φύσης του ανθρώπου και του σύμπαντος, και από τη λογική, η οποία ερευνά τη λειτουργία της σκέψης και ταυτόχρονα της γλωσσικής έκφρασης, επιτρέποντας έτσι στον άνθρωπο να προσεγγίσει την αλήθεια.  Την αλληλεξάρτηση αυτή, την οποία οι ίδιοι οι Στωικοί διασαφήνιζαν με μια σειρά παραλληλισμών,[6] την ερμηνεύει η ύπαρξη του λόγου, ο οποίος κυβερνά ως παγκόσμιο πνεύμα το σύμπαν, αποτελεί την πηγή της αληθούς γνώσης και αποσκοπεί στην εναρμόνιση της ανθρώπινης βούλησης και της κοσμικής τάξης.[7]  Αυτή η «συμπάθεια των όλων» υποστηρίζει την ενότητα του στωικού σύμπαντος.
          Με τέτοιες, λοιπόν, αντιλήψεις οι Στωικοί υποστήριξαν το νόμο της καθολικής αιτιοκρατίας, αφ’ ενός γιατί οποιοδήποτε γεγονός που δε θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποια συγκεκριμένη αιτία θα υπονόμευε τη συνοχή του ενοποιημένου σύμπαντος, και αφ’ ετέρου η φύση, ως λόγος που διαπερνά τα πάντα είναι και ο απόλυτος ρυθμιστής του παντός: «Αν κάποια συμβάντα ήταν τυχαία ή βρίσκονταν έξω από το πεδίο δράσης της Φύσης, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να αναλυθεί εξ ολοκλήρου σε αναφορά με τον Φυσικό Νόμο».[8]  Ωστόσο, αν όλα τα γεγονότα είναι αιτιακά προκαθορισμένα τότε ο άνθρωπος παύει να είναι ηθικά και λογικά υπεύθυνος για τις πράξεις του.
          Για να υπερκεράσουν αυτή την εύλογη αντίφαση του φιλοσοφικού τους συστήματος οι Στωικοί υποστήριξαν πως ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του που είναι δυνατές και όχι αναγκαίες.  Ανέπτυξαν ένα σύστημα εσωτερικών και εξωτερικών αιτίων και με αυτό επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την κίνηση: για να κινηθεί κάτι χρειάζεται το εξωτερικό ερέθισμα, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθεί καθορίζεται από την εσωτερική του δομή.  Το ίδιο συμβαίνει και με την εξήγηση της ανθρώπινης πράξης.  Η ίδια η φύση του ανθρώπου καθορίζει την αντίδραση του νου στην εντύπωση του εξωτερικού ερεθίσματος: ο άνθρωπος δύναται να δώσει ή όχι την συγκατάθεσή του στην εκδίπλωση της πράξης.  Παρόλα αυτά την ειμαρμένη πορεία των γεγονότων ο άνθρωπος δεν μπορεί να την ανατρέψει.
          Για τους Στωικούς η ελευθερία της ανθρώπινης πράξης βρίσκεται στο να  ενεργεί  κανείς εσκεμμένα.  Και ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τον χαρακτήρα του, που κι αυτός υπάγεται στο γενικό αιτιακό νόμο: «Μόλις γεννηθεί ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον, και ο χαρακτήρας που αποκτά διαμορφώνεται από την αλληλεπίδραση που ασκείται ανάμεσα στις έμφυτες ικανότητές του και στα εξωτερικά συμβάντα».[9]   Οι ικανότητες και τα εξωτερικά συμβάντα είναι το ίδιο πράγμα, αφού και τα δύο τα διαπερνά ο λόγος.  Παράλληλα, ο λόγος  που καθορίζει τη δομή κάθε συγκεκριμένου ανθρώπου είναι και ο πραγματικός εαυτός του. Έτσι, το πρωταρχικό αίτιο της ανθρώπινης πράξης βρίσκεται στο συγκεκριμένο πάντοτε άτομο.[10]  Και η συμπαντική αναγκαιότητα πραγματώνεται μέσω της εσωτερικής φύσης του κάθε ανθρώπου.  «Γι’ αυτό, καθένας παραμένει υπεύθυνος για τις πράξεις του, οι οποίες εξαρτώνται από αυτό που ο ίδιος είναι. το άτομο, λοιπόν, εξακολουθεί να υπόκειται σε ηθική αξιολόγηση και κρίση».[11]

Σύγκριση των απόψεων των Επικουρείων και των Στωικών μέσα από το παράδειγμα της ελευθερίας και της αναγκαιότητας
          Και οι δύο φιλοσοφικές σχολές θέτουν την προβληματική της ανθρώπινης ελευθερίας, της ελευθερίας της πράξης, και συζητούν αν υπάρχει κάτι που να εξαρτάται από την ανθρώπινη δραστηριότητα.  Η διερεύνηση των πιθανών απαντήσεων εκκινεί από τον χώρο της φυσικής, της ολότητας δηλαδή του φυσικού κόσμου, και θεμελιώνεται στην ηθική, στην ορθοπραξία δηλαδή που θα εξασφαλίσει και τον στόχο της ανθρώπινης ζωής: την ευδαιμονία. 
          Τόσο για τους Επικούρειους, όσο και για τους Στωικούς δεν υπάρχει τίποτα που να μην είναι σώμα.  Ωστόσο, η υλιστική αφετηρία των δύο θεωριών στην πορεία παίρνει διαφορετικές ατραπούς και διαφοροποιείται ως προς τα πορίσματά της σε σχέση με την ελευθερία της πράξης του ατόμου.  Για τους Επικούρειους το σύμπαν ενέχει ένα στοιχείο απροσδιοριστίας που δεν επιτρέπει καμία πρόβλεψη.  Κατά όμοιο τρόπο και το συγκεκριμένο άτομο, που απαρτίζεται από τα ίδια συμπαντικά υλικά, ενέχει τη δυνατότητα της ελευθερίας της πράξης, αφού η συμπεριφορά του δεν είναι προκαθορισμένη από καμιά αναγκαιότητα (το σύμπαν δεν διέπεται από καμία αρχή και δεν έχει κανένα σκοπό).  Η συνειδητοποίηση, όμως, πως το άτομο πράττει ό,τι βούλεται και επιθυμεί το καθιστά υπεύθυνο, ηθικά και πολιτικά, για τις πράξεις του.  Με την έλλογη πράξη αποπειράται να εδραιώσει κάτι σίγουρο και ασφαλές μέσα σε έναν αβέβαιο κόσμο.  Για τους Στωικούς, αντίθετα, ο υλισμός τους καταλήγει σε μια τελεολογία, αφού στο κέντρο της κοσμολογίας τους τοποθετούν την αδήριτη αναγκαιότητα της Ειμαρμένης.  Τα πάντα είναι προκαθορισμένα και υπαγόμενα σε μια αλυσίδα αιτιακών σχέσεων.  Το συγκεκριμένο άτομο έχει τη δυνατότητα να συγκατατεθεί ή όχι σε μια πράξη, αλλά σε καμία περίπτωση να ανατρέψει την πορεία των γεγονότων.  Η συμπαντική αναγκαιότητα πραγματώνεται μέσω της εσωτερικής φύσης του ατόμου, κι έτσι η ελευθερία του ορίζεται ως δράση που του επιβάλλει η αναγκαιότητα της φύσης του.
          Η διαφορετική προσέγγιση της ελευθερίας της ανθρώπινης πράξης από τις δύο φιλοσοφικές σχολές διαφαίνεται και στη θεωρία τους για το θείο.  Οι Επικούρειοι πιστεύουν στην ύπαρξη των θεών, αλλά αυτοί, αθάνατοι και ευδαίμονες, δεν ενδιαφέρονται για τον κόσμο και τους ανθρώπους.   Έτσι ασκούν κριτική σε κάθε θεολογία που δέχεται ότι το σύμπαν υφίσταται θεϊκό έλεγχο και απελευθερώνουν τον άνθρωπο από τον φόβο του θεού.  Οι Στωικοί πιστεύουν στην «πρόνοια» του θεού για τον άνθρωπο.  Ο στωικός θεός είναι απαλλαγμένος από την ευθύνη του φυσικού και του ηθικού κακού.  Το πρώτο δεν θεωρείται καθαυτό κακό ούτε αυτοσκοπός και το δεύτερο προέρχεται από την ανθρώπινη δυνατότητα της ελεύθερης πράξης.[12] 
          Τέλος, η φιλοσοφία ολόκληρης της ελληνιστικής περιόδου κυριαρχείται από την αναζήτηση μιας τέχνης του ζην.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τόσο οι Επικούρειοι, όσο και οι Στωικοί διαμορφώνουν τις αντιλήψεις τους για τον σοφό.  Ο επικούρειος σοφός ζει μέσα σε έναν μάλλον ή ήττον αδιάφορο κόσμο γι’ αυτό και επιλέγει την απομάκρυνση από τα κοινά, αποβλέποντας στην ηδονή, που έγκειται στο «μήτε αλγείν κατά το σώμα, μήτε ταράττεσθαι κατά την ψυχήν» (Επιστολή προς Μενοικέα, 131).  Έτσι, η απόλυτη ελευθερία του επικούρειου σοφού καταλήγει στον εγκλεισμό μέσα σε μια ηδονική απάθεια και στην περιχαράκωση μέσα στην φιλική απομόνωση του Κήπου.[13]  Για τους Στωικούς  αν και όλοι οι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι των πράξεών τους εν τούτοις μόνο ο σοφός είναι ελεύθερος επειδή αντιλαμβάνεται και αποδέχεται ο,τιδήποτε συμβαίνει ως μέρος του θεϊκού σχεδίου.[14] Ο στωικός σοφός δεν γνωρίζει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά ενεργεί πάντα κατάλληλα και με επιφύλαξη, έτοιμος να αποδεχτεί, αν τα πράγματα εξελιχθούν αντίθετα από τις αρχικές του προβλέψεις, ότι καλώς συνέβησαν με τέτοιο τρόπο, δηλαδή με τρόπο σύμφωνο με το συμφέρον του Όλου, μέρος του οποίου είναι και ο σοφός (η στωική έννοια της συμπάθειας).


Συμπερασματικά
          Και τα δύο ‘δογματικά’ φιλοσοφικά ρεύματα στην ιχνηλάτηση ενός τρόπου ζωής, που θα προσφέρει στο άτομο ασφάλεια και βεβαιότητα μέσα σε έναν μεταβαλλόμενο και ανασφαλή κόσμο, θεμελίωσαν με διαφορετικό τρόπο την αντίληψή τους για το βαθμό ελευθερίας και ευθύνης του ατόμου.  Με αφετηρία πως η αισθητηριακή αντίληψη είναι η πηγή της αληθινής γνώσης διαμόρφωσαν, στο πρότυπο των προσωκρατικών, μια κοσμολογία, στη βάση της οποίας θεμελίωσαν τα ηθικά τους προτάγματα, προτρέποντας τους οπαδούς τους στην επιδίωξη της αταραξίας και της απάθειας, ώστε να αντιμετωπίσουν καλύτερα την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια μιας, πράγματι, ταραγμένης περιόδου.



Βιβλιογραφία
Διογένης Λαέρτιος, Βίοι.
Επίκουρος, Ηθική, εισαγωγή- μετάφραση-σχόλια  Γ. Ζωγραφίδης, Αθήνα: Εξάντας 1991.
Ιεροδιακόνου, Κ., «Ελληνιστική Φιλοσοφία», στο Σ. Βιρβιδάκης και Κ. Ιεροδιακόνου (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, τ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ 2000.
Μπενάκης, Λ., «Φιλοσοφία», στο Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1974.

Brehier, E., Παγκόσμιος Ιστορία της Φιλοσοφίας, τ. Α΄, Αθήνα: Συρόπουλοι 1970.
Long, A. A., Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, μτφρ. Στ.Δημόπουλος- Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1997 (γ΄έκδ).
Said, S., Η Ελληνική Λογοτεχνία.  Από τον Αλέξανδρο ως τον Ιουστινιανό, μτφρ. Φ. Βρανίκου, Αθήνα: Δαίδαλος- Ζαχαρόπουλος χ.χ..
Sharples, R. W., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί.  Μια εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, μτφρ.  Μ. Λυπουρλή- Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη: Θύραθεν 2002.
Vegetti, M., Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, Αθήνα: Π. Τραυλός 2000.



[1] Για τη διατύπωση των παραπάνω προτάσεων- αξιωμάτων βλ. Επίκουρος, Ηθική, εισαγωγή- μετάφραση-σχόλια  Γ. Ζωγραφίδης, Αθήνα: Εξάντας 1991, σ. 19.
[2] Παρακάμπτουμε το μεθοδολογικό και πρακτικό πρόβλημα αν η φυσική θεμελιώνει την ηθική ή την νομιμοποιεί εκ των υστέρων.
[3] Χωρίς ωστόσο αυτό να είναι και ο μοναδικός αιτιακός παράγοντας, αφού αναγνωρίζονται και άλλοι, όπως η μνήμη, η σκέψη, η συνήθεια.
[4] Βλ. E. Brehier, Παγκόσμιος Ιστορία της Φιλοσοφίας, τ. Α΄, Αθήνα: Συρόπουλοι 1970, σ. 225
[5] Στο ίδιο, σ. 230.
[6] Βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 7.40
[7] Βλ. S. Said, Η Ελληνική Λογοτεχνία.  Από τον Αλέξανδρο ως τον Ιουστινιανό, μτφρ. Φ. Βρανίκου, Αθήνα: Δαίδαλος- Ζαχαρόπουλος χ.χ., σ. 34-35.
[8] A.A.Long, Η Ελληνιστική Φιλοσοφία, μτφρ. Στ.Δημόπουλος- Μ. Δραγώνα-Μονάχου, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1997 (γ΄έκδ), σ. 263.
[9] Στο ίδιο, σ. 268.
[10] Βλ. Κ. Ιεροδιακόνου, «Ελληνιστική Φιλοσοφία», στο Σ. Βιρβιδάκης και Κ. Ιεροδιακόνου (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία και Επιστήμη: Από την Αρχαιότητα έως τον 20ο Αιώνα, τ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ 2000, σ. 242.
[11] M. Vegetti, Ιστορία της Αρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. Γ. Δημητρακόπουλος, Αθήνα: Π. Τραυλός 2000, σ. 298.
[12] Βλ. Λ. Μπενάκης, «Φιλοσοφία», στο Ιστορία του Ελληνικού έθνους, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών 1974, σ. 298.
[13] Βλ. S. Said, Η Ελληνική Λογοτεχνία.  Από τον Αλέξανδρο ως τον Ιουστινιανό, ό. π. , σ. 33. 
[14] Βλ.R. W. Sharples, Στωικοί, Επικούρειοικαι Σκεπτικοί.  Μια εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, μτφρ.  Μ. Λυπουρλή- Γ. Αβραμίδης, Θεσσαλονίκη: Θύραθεν 2002, σ. 134-135.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...